εφοπλιστικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εφοπλιστικός | η | εφοπλιστική | το | εφοπλιστικό |
| γενική | του | εφοπλιστικού | της | εφοπλιστικής | του | εφοπλιστικού |
| αιτιατική | τον | εφοπλιστικό | την | εφοπλιστική | το | εφοπλιστικό |
| κλητική | εφοπλιστικέ | εφοπλιστική | εφοπλιστικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εφοπλιστικοί | οι | εφοπλιστικές | τα | εφοπλιστικά |
| γενική | των | εφοπλιστικών | των | εφοπλιστικών | των | εφοπλιστικών |
| αιτιατική | τους | εφοπλιστικούς | τις | εφοπλιστικές | τα | εφοπλιστικά |
| κλητική | εφοπλιστικοί | εφοπλιστικές | εφοπλιστικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- εφοπλιστικός < εφοπλιστής + -ικός
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις εφοπλιστής και όπλο
Μεταφράσεις
εφοπλιστικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.