οπλίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

οπλίζω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα

οπλίζω, πρτ.: όπλιζα, στ.μέλλ.: θα οπλίσω, αόρ.: όπλισα, παθ.φωνή: οπλίζομαι, μτχ.π.π.: οπλισμένος

  1. δίνω όπλα σε κάποιον
  2. κάνω τις απαραίτητες ενέργειες σε έναν μηχανισμό που λειτουργεί με σκανδαλισμό ώστε να είναι έτοιμος να χρησιμοποιηθεί άμεσα
  3. (μεταφορικά) δίνω σε κάποιον υλικά ή πνευματικά εφόδια ώστε να γίνει πιο αποτελεσματικός
  4. (μεταφορικά) υποκινώ ή αναγκάζω έμμεσα κάποιον να χρησιμοποιήσει ένα όπλο

Σύνθετα

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.