αφαλκίδευτος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αφαλκίδευτος η αφαλκίδευτη το αφαλκίδευτο
      γενική του αφαλκίδευτου της αφαλκίδευτης του αφαλκίδευτου
    αιτιατική τον αφαλκίδευτο την αφαλκίδευτη το αφαλκίδευτο
     κλητική αφαλκίδευτε αφαλκίδευτη αφαλκίδευτο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αφαλκίδευτοι οι αφαλκίδευτες τα αφαλκίδευτα
      γενική των αφαλκίδευτων των αφαλκίδευτων των αφαλκίδευτων
    αιτιατική τους αφαλκίδευτους τις αφαλκίδευτες τα αφαλκίδευτα
     κλητική αφαλκίδευτοι αφαλκίδευτες αφαλκίδευτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αφαλκίδευτος < α- στερητικό + φαλκιδεύ(ω) + -τος [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /a.falˈci.ðe.ftos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αφαλκίδευτος

Επίθετο

αφαλκίδευτος, -η, -ο

Συνώνυμα

Αντώνυμα

  • φαλκιδευμένος

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.