απρόσκοπτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | απρόσκοπτος | η | απρόσκοπτη | το | απρόσκοπτο |
| γενική | του | απρόσκοπτου | της | απρόσκοπτης | του | απρόσκοπτου |
| αιτιατική | τον | απρόσκοπτο | την | απρόσκοπτη | το | απρόσκοπτο |
| κλητική | απρόσκοπτε | απρόσκοπτη | απρόσκοπτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | απρόσκοπτοι | οι | απρόσκοπτες | τα | απρόσκοπτα |
| γενική | των | απρόσκοπτων | των | απρόσκοπτων | των | απρόσκοπτων |
| αιτιατική | τους | απρόσκοπτους | τις | απρόσκοπτες | τα | απρόσκοπτα |
| κλητική | απρόσκοπτοι | απρόσκοπτες | απρόσκοπτα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- απρόσκοπτος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀπρόσκοπτος (που δε συναντά εμπόδια) < ἀ στερητικό + αρχαία ελληνική προσκόπτ(ω) (σκοντάφτω) + -ος
Προφορά
- ΔΦΑ : /aˈpɾo.sko.ptos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πρό‐σκο‐πτος
Επίθετο
απρόσκοπτος, -η, -ο
- που δεν συναντά προσκόμματα, ανενόχλητος, ανεμπόδιστος
- ※ Η σταδιοδρομία του Ανατόλ Φρανς στον κόσμο των Γραμμάτων δεν υπήρξε απρόσκοπτη. Αντίθετα, οι πρώτες εμφανίσεις του στο συγγραφικό στίβο έγιναν δεκτές με αδιαφορία ή με δυσπιστία (Έλλη Αλεξίου (1975) Ανατόλ Φρανς [δοκίμιο])
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.