ανεμπόδιστος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ανεμπόδιστος | η | ανεμπόδιστη | το | ανεμπόδιστο |
| γενική | του | ανεμπόδιστου | της | ανεμπόδιστης | του | ανεμπόδιστου |
| αιτιατική | τον | ανεμπόδιστο | την | ανεμπόδιστη | το | ανεμπόδιστο |
| κλητική | ανεμπόδιστε | ανεμπόδιστη | ανεμπόδιστο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ανεμπόδιστοι | οι | ανεμπόδιστες | τα | ανεμπόδιστα |
| γενική | των | ανεμπόδιστων | των | ανεμπόδιστων | των | ανεμπόδιστων |
| αιτιατική | τους | ανεμπόδιστους | τις | ανεμπόδιστες | τα | ανεμπόδιστα |
| κλητική | ανεμπόδιστοι | ανεμπόδιστες | ανεμπόδιστα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ανεμπόδιστος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἀνεμπόδιστος[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.nemˈbo.ði.stos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐νε‐μπό‐δι‐στος
Επίθετο
ανεμπόδιστος, -η ,-ο
Αναφορές
- ανεμπόδιστος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.