υποσκάπτω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- υποσκάπτω < ελληνιστική κοινή ὑποσκάπτω (ίδια σημασία) < αρχαία ελληνική ὑποσκάπτω
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | υποσκάπτω | υπέσκαπτα | θα υποσκάπτω | να υποσκάπτω | υποσκάπτοντας | |
| β' ενικ. | υποσκάπτεις | υπέσκαπτες | θα υποσκάπτεις | να υποσκάπτεις | υπόσκαπτε | |
| γ' ενικ. | υποσκάπτει | υπέσκαπτε | θα υποσκάπτει | να υποσκάπτει | ||
| α' πληθ. | υποσκάπτουμε | υποσκάπταμε | θα υποσκάπτουμε | να υποσκάπτουμε | ||
| β' πληθ. | υποσκάπτετε | υποσκάπτατε | θα υποσκάπτετε | να υποσκάπτετε | υποσκάπτετε | |
| γ' πληθ. | υποσκάπτουν(ε) | υπέσκαπταν υποσκάπταν(ε) |
θα υποσκάπτουν(ε) | να υποσκάπτουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | υπέσκαψα | θα υποσκάψω | να υποσκάψω | υποσκάψει | ||
| β' ενικ. | υπέσκαψες | θα υποσκάψεις | να υποσκάψεις | υπόσκαψε | ||
| γ' ενικ. | υπέσκαψε | θα υποσκάψει | να υποσκάψει | |||
| α' πληθ. | υποσκάψαμε | θα υποσκάψουμε | να υποσκάψουμε | |||
| β' πληθ. | υποσκάψατε | θα υποσκάψετε | να υποσκάψετε | υποσκάψτε | ||
| γ' πληθ. | υπέσκαψαν υποσκάψαν(ε) |
θα υποσκάψουν(ε) | να υποσκάψουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω υποσκάψει | είχα υποσκάψει | θα έχω υποσκάψει | να έχω υποσκάψει | ||
| β' ενικ. | έχεις υποσκάψει | είχες υποσκάψει | θα έχεις υποσκάψει | να έχεις υποσκάψει | έχε υποσκαμμένο | |
| γ' ενικ. | έχει υποσκάψει | είχε υποσκάψει | θα έχει υποσκάψει | να έχει υποσκάψει | ||
| α' πληθ. | έχουμε υποσκάψει | είχαμε υποσκάψει | θα έχουμε υποσκάψει | να έχουμε υποσκάψει | ||
| β' πληθ. | έχετε υποσκάψει | είχατε υποσκάψει | θα έχετε υποσκάψει | να έχετε υποσκάψει | έχετε υποσκαμμένο | |
| γ' πληθ. | έχουν υποσκάψει | είχαν υποσκάψει | θα έχουν υποσκάψει | να έχουν υποσκάψει | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
| Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) υποσκαμμένο | |||||
| Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) υποσκαμμένο | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) υποσκαμμένο | |||||
| Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) υποσκαμμένο | |||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.