φαλκιδεύω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- φαλκιδεύω < (ελληνιστική κοινή) φαλκίδιον, από τον ρωμαϊκό Φαλκίδειο νόμο (lex Falcidia), που θεσπίστηκε από τον ρωμαίο δήμαρχο Falcidius το έτος 714 από κτίσεως Ρώμης (40 π.Χ). Ο νόμος προέβλεπε πως κάποιος μπορούσε να διαθέσει τα τρία τέταρτα της περιουσίας του όπως επιθυμούσε αλλά το ένα τέταρτο θα έπρεπε να το δώσει στους κληρονόμους του. [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /fal.ciˈðe.vo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φαλ‐κι‐δεύ‐ω
Ρήμα
φαλκιδεύω, αόρ.: φαλκίδεψα/φαλκίδευσα, παθ.φωνή: φαλκιδεύομαι, π.αόρ.: φαλκιδεύτηκα/φαλκιδεύθηκα, μτχ.π.π.: φαλκιδευμένος[2]
Συγγενικά
- αφαλκίδευτος
- φαλκιδευμένος
- φαλκίδευση
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | φαλκιδεύω | φαλκίδευα | θα φαλκιδεύω | να φαλκιδεύω | φαλκιδεύοντας | |
| β' ενικ. | φαλκιδεύεις | φαλκίδευες | θα φαλκιδεύεις | να φαλκιδεύεις | φαλκίδευε | |
| γ' ενικ. | φαλκιδεύει | φαλκίδευε | θα φαλκιδεύει | να φαλκιδεύει | ||
| α' πληθ. | φαλκιδεύουμε | φαλκιδεύαμε | θα φαλκιδεύουμε | να φαλκιδεύουμε | ||
| β' πληθ. | φαλκιδεύετε | φαλκιδεύατε | θα φαλκιδεύετε | να φαλκιδεύετε | φαλκιδεύετε | |
| γ' πληθ. | φαλκιδεύουν(ε) | φαλκίδευαν φαλκιδεύαν(ε) |
θα φαλκιδεύουν(ε) | να φαλκιδεύουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | φαλκίδευσα | θα φαλκιδεύσω | να φαλκιδεύσω | φαλκιδεύσει | ||
| β' ενικ. | φαλκίδευσες | θα φαλκιδεύσεις | να φαλκιδεύσεις | φαλκίδευσε | ||
| γ' ενικ. | φαλκίδευσε | θα φαλκιδεύσει | να φαλκιδεύσει | |||
| α' πληθ. | φαλκιδεύσαμε | θα φαλκιδεύσουμε | να φαλκιδεύσουμε | |||
| β' πληθ. | φαλκιδεύσατε | θα φαλκιδεύσετε | να φαλκιδεύσετε | φαλκιδεύστε | ||
| γ' πληθ. | φαλκίδευσαν φαλκιδεύσαν(ε) |
θα φαλκιδεύσουν(ε) | να φαλκιδεύσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω φαλκιδεύσει | είχα φαλκιδεύσει | θα έχω φαλκιδεύσει | να έχω φαλκιδεύσει | ||
| β' ενικ. | έχεις φαλκιδεύσει | είχες φαλκιδεύσει | θα έχεις φαλκιδεύσει | να έχεις φαλκιδεύσει | ||
| γ' ενικ. | έχει φαλκιδεύσει | είχε φαλκιδεύσει | θα έχει φαλκιδεύσει | να έχει φαλκιδεύσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε φαλκιδεύσει | είχαμε φαλκιδεύσει | θα έχουμε φαλκιδεύσει | να έχουμε φαλκιδεύσει | ||
| β' πληθ. | έχετε φαλκιδεύσει | είχατε φαλκιδεύσει | θα έχετε φαλκιδεύσει | να έχετε φαλκιδεύσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν φαλκιδεύσει | είχαν φαλκιδεύσει | θα έχουν φαλκιδεύσει | να έχουν φαλκιδεύσει |
| |
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | φαλκιδεύω | φαλκίδευα | θα φαλκιδεύω | να φαλκιδεύω | φαλκιδεύοντας | |
| β' ενικ. | φαλκιδεύεις | φαλκίδευες | θα φαλκιδεύεις | να φαλκιδεύεις | φαλκίδευε | |
| γ' ενικ. | φαλκιδεύει | φαλκίδευε | θα φαλκιδεύει | να φαλκιδεύει | ||
| α' πληθ. | φαλκιδεύουμε | φαλκιδεύαμε | θα φαλκιδεύουμε | να φαλκιδεύουμε | ||
| β' πληθ. | φαλκιδεύετε | φαλκιδεύατε | θα φαλκιδεύετε | να φαλκιδεύετε | φαλκιδεύετε | |
| γ' πληθ. | φαλκιδεύουν(ε) | φαλκίδευαν φαλκιδεύαν(ε) |
θα φαλκιδεύουν(ε) | να φαλκιδεύουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | φαλκίδεψα | θα φαλκιδέψω | να φαλκιδέψω | φαλκιδέψει | ||
| β' ενικ. | φαλκίδεψες | θα φαλκιδέψεις | να φαλκιδέψεις | φαλκίδεψε | ||
| γ' ενικ. | φαλκίδεψε | θα φαλκιδέψει | να φαλκιδέψει | |||
| α' πληθ. | φαλκιδέψαμε | θα φαλκιδέψουμε | να φαλκιδέψουμε | |||
| β' πληθ. | φαλκιδέψατε | θα φαλκιδέψετε | να φαλκιδέψετε | φαλκιδέψτε | ||
| γ' πληθ. | φαλκίδεψαν φαλκιδέψαν(ε) |
θα φαλκιδέψουν(ε) | να φαλκιδέψουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω φαλκιδέψει | είχα φαλκιδέψει | θα έχω φαλκιδέψει | να έχω φαλκιδέψει | ||
| β' ενικ. | έχεις φαλκιδέψει | είχες φαλκιδέψει | θα έχεις φαλκιδέψει | να έχεις φαλκιδέψει | ||
| γ' ενικ. | έχει φαλκιδέψει | είχε φαλκιδέψει | θα έχει φαλκιδέψει | να έχει φαλκιδέψει | ||
| α' πληθ. | έχουμε φαλκιδέψει | είχαμε φαλκιδέψει | θα έχουμε φαλκιδέψει | να έχουμε φαλκιδέψει | ||
| β' πληθ. | έχετε φαλκιδέψει | είχατε φαλκιδέψει | θα έχετε φαλκιδέψει | να έχετε φαλκιδέψει | ||
| γ' πληθ. | έχουν φαλκιδέψει | είχαν φαλκιδέψει | θα έχουν φαλκιδέψει | να έχουν φαλκιδέψει |
| |
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | φαλκιδεύομαι | φαλκιδευόμουν(α) | θα φαλκιδεύομαι | να φαλκιδεύομαι | ||
| β' ενικ. | φαλκιδεύεσαι | φαλκιδευόσουν(α) | θα φαλκιδεύεσαι | να φαλκιδεύεσαι | ||
| γ' ενικ. | φαλκιδεύεται | φαλκιδευόταν(ε) | θα φαλκιδεύεται | να φαλκιδεύεται | ||
| α' πληθ. | φαλκιδευόμαστε | φαλκιδευόμαστε φαλκιδευόμασταν |
θα φαλκιδευόμαστε | να φαλκιδευόμαστε | ||
| β' πληθ. | φαλκιδεύεστε | φαλκιδευόσαστε φαλκιδευόσασταν |
θα φαλκιδεύεστε | να φαλκιδεύεστε | (φαλκιδεύεστε) | |
| γ' πληθ. | φαλκιδεύονται | φαλκιδεύονταν φαλκιδευόντουσαν |
θα φαλκιδεύονται | να φαλκιδεύονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | φαλκιδεύτηκα | θα φαλκιδευτώ | να φαλκιδευτώ | φαλκιδευτεί | ||
| β' ενικ. | φαλκιδεύτηκες | θα φαλκιδευτείς | να φαλκιδευτείς | φαλκιδεύσου | ||
| γ' ενικ. | φαλκιδεύτηκε | θα φαλκιδευτεί | να φαλκιδευτεί | |||
| α' πληθ. | φαλκιδευτήκαμε | θα φαλκιδευτούμε | να φαλκιδευτούμε | |||
| β' πληθ. | φαλκιδευτήκατε | θα φαλκιδευτείτε | να φαλκιδευτείτε | φαλκιδευτείτε | ||
| γ' πληθ. | φαλκιδεύτηκαν φαλκιδευτήκαν(ε) |
θα φαλκιδευτούν(ε) | να φαλκιδευτούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω φαλκιδευτεί | είχα φαλκιδευτεί | θα έχω φαλκιδευτεί | να έχω φαλκιδευτεί | φαλκιδευμένος | |
| β' ενικ. | έχεις φαλκιδευτεί | είχες φαλκιδευτεί | θα έχεις φαλκιδευτεί | να έχεις φαλκιδευτεί | ||
| γ' ενικ. | έχει φαλκιδευτεί | είχε φαλκιδευτεί | θα έχει φαλκιδευτεί | να έχει φαλκιδευτεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε φαλκιδευτεί | είχαμε φαλκιδευτεί | θα έχουμε φαλκιδευτεί | να έχουμε φαλκιδευτεί | ||
| β' πληθ. | έχετε φαλκιδευτεί | είχατε φαλκιδευτεί | θα έχετε φαλκιδευτεί | να έχετε φαλκιδευτεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν φαλκιδευτεί | είχαν φαλκιδευτεί | θα έχουν φαλκιδευτεί | να έχουν φαλκιδευτεί | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
| Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι φαλκιδευμένος - είμαστε, είστε, είναι φαλκιδευμένοι | |||||
| Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν φαλκιδευμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν φαλκιδευμένοι | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι φαλκιδευμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι φαλκιδευμένοι | |||||
| Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι φαλκιδευμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι φαλκιδευμένοι | |||||
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | φαλκιδεύομαι | φαλκιδευόμουν(α) | θα φαλκιδεύομαι | να φαλκιδεύομαι | ||
| β' ενικ. | φαλκιδεύεσαι | φαλκιδευόσουν(α) | θα φαλκιδεύεσαι | να φαλκιδεύεσαι | ||
| γ' ενικ. | φαλκιδεύεται | φαλκιδευόταν(ε) | θα φαλκιδεύεται | να φαλκιδεύεται | ||
| α' πληθ. | φαλκιδευόμαστε | φαλκιδευόμαστε φαλκιδευόμασταν |
θα φαλκιδευόμαστε | να φαλκιδευόμαστε | ||
| β' πληθ. | φαλκιδεύεστε | φαλκιδευόσαστε φαλκιδευόσασταν |
θα φαλκιδεύεστε | να φαλκιδεύεστε | φαλκιδεύεστε | |
| γ' πληθ. | φαλκιδεύονται | φαλκιδεύονταν φαλκιδευόντουσαν |
θα φαλκιδεύονται | να φαλκιδεύονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | φαλκιδεύθηκα | θα φαλκιδευθώ | να φαλκιδευθώ | φαλκιδευθεί | ||
| β' ενικ. | φαλκιδεύθηκες | θα φαλκιδευθείς | να φαλκιδευθείς | φαλκιδεύσου | ||
| γ' ενικ. | φαλκιδεύθηκε | θα φαλκιδευθεί | να φαλκιδευθεί | |||
| α' πληθ. | φαλκιδευθήκαμε | θα φαλκιδευθούμε | να φαλκιδευθούμε | |||
| β' πληθ. | φαλκιδευθήκατε | θα φαλκιδευθείτε | να φαλκιδευθείτε | φαλκιδευθείτε | ||
| γ' πληθ. | φαλκιδεύθηκαν φαλκιδευθήκαν(ε) |
θα φαλκιδευθούν(ε) | να φαλκιδευθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω φαλκιδευθεί | είχα φαλκιδευθεί | θα έχω φαλκιδευθεί | να έχω φαλκιδευθεί | φαλκιδευμένος | |
| β' ενικ. | έχεις φαλκιδευθεί | είχες φαλκιδευθεί | θα έχεις φαλκιδευθεί | να έχεις φαλκιδευθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει φαλκιδευθεί | είχε φαλκιδευθεί | θα έχει φαλκιδευθεί | να έχει φαλκιδευθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε φαλκιδευθεί | είχαμε φαλκιδευθεί | θα έχουμε φαλκιδευθεί | να έχουμε φαλκιδευθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε φαλκιδευθεί | είχατε φαλκιδευθεί | θα έχετε φαλκιδευθεί | να έχετε φαλκιδευθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν φαλκιδευθεί | είχαν φαλκιδευθεί | θα έχουν φαλκιδευθεί | να έχουν φαλκιδευθεί | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
| Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι φαλκιδευμένος - είμαστε, είστε, είναι φαλκιδευμένοι | |||||
| Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν φαλκιδευμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν φαλκιδευμένοι | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι φαλκιδευμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι φαλκιδευμένοι | |||||
| Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι φαλκιδευμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι φαλκιδευμένοι | |||||
Μεταφράσεις
φαλκιδεύω
|
Αναφορές
- φαλκιδεύω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Ιορδανίδου, Άννα (1998, 8η έκδ.). Τα ρήματα της νέας ελληνικής. Αθήνα: Πατάκης (©1991, 1η έκδοση:1992).
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.