φαλκιδεύω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

φαλκιδεύω < (ελληνιστική κοινή) φαλκίδιον, από τον ρωμαϊκό Φαλκίδειο νόμο (lex Falcidia), που θεσπίστηκε από τον ρωμαίο δήμαρχο Falcidius το έτος 714 από κτίσεως Ρώμης (40 π.Χ). Ο νόμος προέβλεπε πως κάποιος μπορούσε να διαθέσει τα τρία τέταρτα της περιουσίας του όπως επιθυμούσε αλλά το ένα τέταρτο θα έπρεπε να το δώσει στους κληρονόμους του. [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /fal.ciˈðe.vo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φαλκιδεύω

Ρήμα

φαλκιδεύω, αόρ.: φαλκίδεψα/φαλκίδευσα, παθ.φωνή: φαλκιδεύομαι, π.αόρ.: φαλκιδεύτηκα/φαλκιδεύθηκα, μτχ.π.π.: φαλκιδευμένος[2]

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. φαλκιδεύω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Ιορδανίδου, Άννα (1998, 8η έκδ.). Τα ρήματα της νέας ελληνικής. Αθήνα: Πατάκης (©1991, 1η έκδοση:1992).
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.