υπονομεύω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- υπονομεύω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ὑπονομεύω (αρχική σημασία: σκάβω υπονόμους) < αρχαία ελληνική ὑπόνομος
Ρήμα
υπονομεύω, αόρ.: υπονόμευσα, παθ.φωνή: υπονομεύομαι, π.αόρ.: υπονομεύτηκα/-θηκα, μτχ.π.π.: υπονομευμένος
Συγγενικά
- υπονόμευση
- υπονομευτής
- υπονομευτικά
- υπονομευτικός
- υπονομεύτρια
- → δείτε τις λέξεις υπόνομος, υπό και νέμω
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | υπονομεύω | υπονόμευα | θα υπονομεύω | να υπονομεύω | υπονομεύοντας | |
| β' ενικ. | υπονομεύεις | υπονόμευες | θα υπονομεύεις | να υπονομεύεις | υπονόμευε | |
| γ' ενικ. | υπονομεύει | υπονόμευε | θα υπονομεύει | να υπονομεύει | ||
| α' πληθ. | υπονομεύουμε | υπονομεύαμε | θα υπονομεύουμε | να υπονομεύουμε | ||
| β' πληθ. | υπονομεύετε | υπονομεύατε | θα υπονομεύετε | να υπονομεύετε | υπονομεύετε | |
| γ' πληθ. | υπονομεύουν(ε) | υπονόμευαν υπονομεύαν(ε) |
θα υπονομεύουν(ε) | να υπονομεύουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | υπονόμευσα | θα υπονομεύσω | να υπονομεύσω | υπονομεύσει | ||
| β' ενικ. | υπονόμευσες | θα υπονομεύσεις | να υπονομεύσεις | υπονόμευσε | ||
| γ' ενικ. | υπονόμευσε | θα υπονομεύσει | να υπονομεύσει | |||
| α' πληθ. | υπονομεύσαμε | θα υπονομεύσουμε | να υπονομεύσουμε | |||
| β' πληθ. | υπονομεύσατε | θα υπονομεύσετε | να υπονομεύσετε | υπονομεύστε | ||
| γ' πληθ. | υπονόμευσαν υπονομεύσαν(ε) |
θα υπονομεύσουν(ε) | να υπονομεύσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω υπονομεύσει | είχα υπονομεύσει | θα έχω υπονομεύσει | να έχω υπονομεύσει | ||
| β' ενικ. | έχεις υπονομεύσει | είχες υπονομεύσει | θα έχεις υπονομεύσει | να έχεις υπονομεύσει | ||
| γ' ενικ. | έχει υπονομεύσει | είχε υπονομεύσει | θα έχει υπονομεύσει | να έχει υπονομεύσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε υπονομεύσει | είχαμε υπονομεύσει | θα έχουμε υπονομεύσει | να έχουμε υπονομεύσει | ||
| β' πληθ. | έχετε υπονομεύσει | είχατε υπονομεύσει | θα έχετε υπονομεύσει | να έχετε υπονομεύσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν υπονομεύσει | είχαν υπονομεύσει | θα έχουν υπονομεύσει | να έχουν υπονομεύσει |
| |
Παθητικοί αόριστοι: υπονομεύτηκα, υπονομεύθηκα
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | υπονομεύομαι | υπονομευόμουν(α) | θα υπονομεύομαι | να υπονομεύομαι | ||
| β' ενικ. | υπονομεύεσαι | υπονομευόσουν(α) | θα υπονομεύεσαι | να υπονομεύεσαι | ||
| γ' ενικ. | υπονομεύεται | υπονομευόταν(ε) | θα υπονομεύεται | να υπονομεύεται | ||
| α' πληθ. | υπονομευόμαστε | υπονομευόμαστε υπονομευόμασταν |
θα υπονομευόμαστε | να υπονομευόμαστε | ||
| β' πληθ. | υπονομεύεστε | υπονομευόσαστε υπονομευόσασταν |
θα υπονομεύεστε | να υπονομεύεστε | (υπονομεύεστε) | |
| γ' πληθ. | υπονομεύονται | υπονομεύονταν υπονομευόντουσαν |
θα υπονομεύονται | να υπονομεύονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | υπονομεύτηκα | θα υπονομευτώ | να υπονομευτώ | υπονομευτεί | ||
| β' ενικ. | υπονομεύτηκες | θα υπονομευτείς | να υπονομευτείς | υπονομεύσου | ||
| γ' ενικ. | υπονομεύτηκε | θα υπονομευτεί | να υπονομευτεί | |||
| α' πληθ. | υπονομευτήκαμε | θα υπονομευτούμε | να υπονομευτούμε | |||
| β' πληθ. | υπονομευτήκατε | θα υπονομευτείτε | να υπονομευτείτε | υπονομευτείτε | ||
| γ' πληθ. | υπονομεύτηκαν υπονομευτήκαν(ε) |
θα υπονομευτούν(ε) | να υπονομευτούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω υπονομευτεί | είχα υπονομευτεί | θα έχω υπονομευτεί | να έχω υπονομευτεί | υπονομευμένος | |
| β' ενικ. | έχεις υπονομευτεί | είχες υπονομευτεί | θα έχεις υπονομευτεί | να έχεις υπονομευτεί | ||
| γ' ενικ. | έχει υπονομευτεί | είχε υπονομευτεί | θα έχει υπονομευτεί | να έχει υπονομευτεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε υπονομευτεί | είχαμε υπονομευτεί | θα έχουμε υπονομευτεί | να έχουμε υπονομευτεί | ||
| β' πληθ. | έχετε υπονομευτεί | είχατε υπονομευτεί | θα έχετε υπονομευτεί | να έχετε υπονομευτεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν υπονομευτεί | είχαν υπονομευτεί | θα έχουν υπονομευτεί | να έχουν υπονομευτεί | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
| Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι υπονομευμένος - είμαστε, είστε, είναι υπονομευμένοι | |||||
| Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν υπονομευμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν υπονομευμένοι | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι υπονομευμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι υπονομευμένοι | |||||
| Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι υπονομευμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι υπονομευμένοι | |||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.