υπονομεύω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

υπονομεύω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ὑπονομεύω (αρχική σημασία: σκάβω υπονόμους) < αρχαία ελληνική ὑπόνομος

Ρήμα

υπονομεύω, αόρ.: υπονόμευσα, παθ.φωνή: υπονομεύομαι, π.αόρ.: υπονομεύτηκα/-θηκα, μτχ.π.π.: υπονομευμένος

Συνώνυμα

Συγγενικά

Κλίση

Παθητικοί αόριστοι: υπονομεύτηκα, υπονομεύθηκα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.