ακαταπάτητος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ακαταπάτητος η ακαταπάτητη το ακαταπάτητο
      γενική του ακαταπάτητου της ακαταπάτητης του ακαταπάτητου
    αιτιατική τον ακαταπάτητο την ακαταπάτητη το ακαταπάτητο
     κλητική ακαταπάτητε ακαταπάτητη ακαταπάτητο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ακαταπάτητοι οι ακαταπάτητες τα ακαταπάτητα
      γενική των ακαταπάτητων των ακαταπάτητων των ακαταπάτητων
    αιτιατική τους ακαταπάτητους τις ακαταπάτητες τα ακαταπάτητα
     κλητική ακαταπάτητοι ακαταπάτητες ακαταπάτητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ακαταπάτητος < α- + καταπατώ + -τος

Επίθετο

ακαταπάτητος, -η, -ο

  1. (για χώρο, έκταση κ.λπ.) που δεν έχει καταπατηθεί ή δεν μπορεί να καταπατηθεί
  2. (μεταφορικά) απαράβατος, απαραβίαστος

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.