αυτονομιστικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αυτονομιστικός | η | αυτονομιστική | το | αυτονομιστικό |
| γενική | του | αυτονομιστικού | της | αυτονομιστικής | του | αυτονομιστικού |
| αιτιατική | τον | αυτονομιστικό | την | αυτονομιστική | το | αυτονομιστικό |
| κλητική | αυτονομιστικέ | αυτονομιστική | αυτονομιστικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αυτονομιστικοί | οι | αυτονομιστικές | τα | αυτονομιστικά |
| γενική | των | αυτονομιστικών | των | αυτονομιστικών | των | αυτονομιστικών |
| αιτιατική | τους | αυτονομιστικούς | τις | αυτονομιστικές | τα | αυτονομιστικά |
| κλητική | αυτονομιστικοί | αυτονομιστικές | αυτονομιστικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αυτονομιστικός < αυτονομιστής + -ικός
Επίθετο
αυτονομιστικός
- που έχει σχέση με τον αυτονομιστή και τις επιδιώξεις του ή αναφέρεται σ’ αυτά
Συγγενικά
- αυτονομιστικά
- → δείτε τη λέξη αυτονομιστής
Μεταφράσεις
αυτονομιστικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.