οτομοτρίς
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- οτομοτρίς < (λόγιο δάνειο) γαλλική automotrice[1]
Ουσιαστικό
οτομοτρίς θηλυκό ή ουδέτερο
- Αυτοκινούμενο επιβατικό σιδηροδρομικό όχημα, βαγόνι τρένου που διαθέτει δική του μηχανή
Μεταφράσεις
οτομοτρίς
- οτομοτρίς - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.