αυτισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αυτισμός οι αυτισμοί
      γενική του αυτισμού των αυτισμών
    αιτιατική τον αυτισμό τους αυτισμούς
     κλητική αυτισμέ αυτισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αυτισμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γερμανική Autismus < αρχαία ελληνική αὐτός + -ismus (-ισμός)

Προφορά

ΔΦΑ : /a.ftiˈsmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αυτισμός

Ουσιαστικό

αυτισμός αρσενικό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.