ατημέλητος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ατημέλητος η ατημέλητη το ατημέλητο
      γενική του ατημέλητου της ατημέλητης του ατημέλητου
    αιτιατική τον ατημέλητο την ατημέλητη το ατημέλητο
     κλητική ατημέλητε ατημέλητη ατημέλητο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ατημέλητοι οι ατημέλητες τα ατημέλητα
      γενική των ατημέλητων των ατημέλητων των ατημέλητων
    αιτιατική τους ατημέλητους τις ατημέλητες τα ατημέλητα
     κλητική ατημέλητοι ατημέλητες ατημέλητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ατημέλητος < αρχαία ελληνική ἀτημέλητος[1] < ἀ- στερητικό + ρήμα τημελέω (επιβλέπω, προσέχω)[2] άβέβαιης ετυμολογίας

Προφορά

ΔΦΑ : /a.tiˈme.li.tos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ατημέλητος

Επίθετο

ατημέλητος

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. ατημέλητος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.