ἀτημέλητος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | ἀτημέλητος | τὸ | ἀτημέλητον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | ἀτημελήτου | τοῦ | ἀτημελήτου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | ἀτημελήτῳ | τῷ | ἀτημελήτῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | ἀτημέλητον | τὸ | ἀτημέλητον | ||
| κλητική ὦ! | ἀτημέλητε | ἀτημέλητον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | ἀτημέλητοι | τὰ | ἀτημέλητᾰ | ||
| γενική | τῶν | ἀτημελήτων | τῶν | ἀτημελήτων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | ἀτημελήτοις | τοῖς | ἀτημελήτοις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | ἀτημελήτους | τὰ | ἀτημέλητᾰ | ||
| κλητική ὦ! | ἀτημέλητοι | ἀτημέλητᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀτημελήτω | τὼ | ἀτημελήτω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἀτημελήτοιν | τοῖν | ἀτημελήτοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ἀτημέλητος < ἀτημελέω
Επίθετο
ἀτημέλητος, -ος, -ον
- παραμελημένος
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ξενοφῶν, Κύρου Παιδεία, 5, 4.18 @scaife.perseus
- καὶ ἀνιώμενος μέντοι ἰσχυρῶς δῆλος ἦν, ὡς καὶ τῶν ἄλλων δειπνούντων ἡνίκα ὥρα ἦν, Κῦρος ἔτι σὺν τοῖς ὑπηρέταις καὶ τοῖς ἰατροῖς οὐδένα ἑκὼν ἀτημέλητον παρέλειπεν, ἀλλʼ ἢ αὐτόπτης ἐφεώρα ἢ εἰ μὴ αὐτὸς ἐξανύτοι, πέμπων φανερὸς ἦν τοὺς θεραπεύσοντας.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ξενοφῶν, Κύρου Παιδεία, 8, 1.14 @scaife.perseus
- ὡς γὰρ τὰ πολλὰ δεκάδαρχοι μὲν δεκαδέων ἐπιμέλονται, λοχαγοὶ δὲ δεκαδάρχων, χιλίαρχοι δὲ λοχαγῶν, μυρίαρχοι δὲ χιλιάρχων, καὶ οὕτως οὐδεὶς ἀτημέλητος γίγνεται, οὐδʼ ἢν πάνυ πολλαὶ μυριάδες ἀνθρώπων ὦσι, καὶ ὅταν ὁ στρατηγὸς βούληται χρήσασθαί τι τῇ στρατιᾷ, ἀρκεῖ ἢν τοῖς μυριάρχοις παραγγείλῃ·
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ξενοφῶν, Κύρου Παιδεία, 5, 4.18 @scaife.perseus
- σαστισμένος, απογοητευμένος
- αμελής, απρόσεκτος
Αντώνυμα
- τημελής
Παράγωγα
- ἀτημελήτως
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη ἀτημελέω
Πηγές
- ἀτημέλητος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀτημέλητος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.