φροντισμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φροντισμένος η φροντισμένη το φροντισμένο
      γενική του φροντισμένου της φροντισμένης του φροντισμένου
    αιτιατική τον φροντισμένο τη φροντισμένη το φροντισμένο
     κλητική φροντισμένε φροντισμένη φροντισμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φροντισμένοι οι φροντισμένες τα φροντισμένα
      γενική των φροντισμένων των φροντισμένων των φροντισμένων
    αιτιατική τους φροντισμένους τις φροντισμένες τα φροντισμένα
     κλητική φροντισμένοι φροντισμένες φροντισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

φροντισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος φροντίζω

Μετοχή

φροντισμένος, η, ο

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.