αφρόντιστος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αφρόντιστος η αφρόντιστη το αφρόντιστο
      γενική του αφρόντιστου της αφρόντιστης του αφρόντιστου
    αιτιατική τον αφρόντιστο την αφρόντιστη το αφρόντιστο
     κλητική αφρόντιστε αφρόντιστη αφρόντιστο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αφρόντιστοι οι αφρόντιστες τα αφρόντιστα
      γενική των αφρόντιστων των αφρόντιστων των αφρόντιστων
    αιτιατική τους αφρόντιστους τις αφρόντιστες τα αφρόντιστα
     κλητική αφρόντιστοι αφρόντιστες αφρόντιστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αφρόντιστος < αρχαία ελληνική ἀφρόντιστος

Επίθετο

αφρόντιστος, -η, -ο

  1. που δεν τον φρόντισαν
  2. (κατ’ επέκταση) ξένοιαστος, ανέμελος

  • αφρόντιδος

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.