ατημελησία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ατημελησία οι ατημελησίες
      γενική της ατημελησίας των ατημελησιών
    αιτιατική την ατημελησία τις ατημελησίες
     κλητική ατημελησία ατημελησίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ατημελησία < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική ἀτημελησία[1] < ἀτημελής[2]

Προφορά

ΔΦΑ : /a.ti.me.liˈsi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ατημελησία

Ουσιαστικό

ατημελησία θηλυκό

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. ατημελησία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.