περιορισμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | περιορισμένος | η | περιορισμένη | το | περιορισμένο |
| γενική | του | περιορισμένου | της | περιορισμένης | του | περιορισμένου |
| αιτιατική | τον | περιορισμένο | την | περιορισμένη | το | περιορισμένο |
| κλητική | περιορισμένε | περιορισμένη | περιορισμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | περιορισμένοι | οι | περιορισμένες | τα | περιορισμένα |
| γενική | των | περιορισμένων | των | περιορισμένων | των | περιορισμένων |
| αιτιατική | τους | περιορισμένους | τις | περιορισμένες | τα | περιορισμένα |
| κλητική | περιορισμένοι | περιορισμένες | περιορισμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- περιορισμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου περιορίζω
Μετοχή
περιορισμένος αρσενικό, περιορισμένη θηλυκό, περιορισμένο ουδέτερο
- που έχει περιοριστεί
- που είναι πιο λίγος ή κατώτερος απ’ το κανονικό ή το απαραίτητο
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη περιορίζω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.