ανεξάντλητος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ανεξάντλητος | η | ανεξάντλητη | το | ανεξάντλητο |
| γενική | του | ανεξάντλητου | της | ανεξάντλητης | του | ανεξάντλητου |
| αιτιατική | τον | ανεξάντλητο | την | ανεξάντλητη | το | ανεξάντλητο |
| κλητική | ανεξάντλητε | ανεξάντλητη | ανεξάντλητο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ανεξάντλητοι | οι | ανεξάντλητες | τα | ανεξάντλητα |
| γενική | των | ανεξάντλητων | των | ανεξάντλητων | των | ανεξάντλητων |
| αιτιατική | τους | ανεξάντλητους | τις | ανεξάντλητες | τα | ανεξάντλητα |
| κλητική | ανεξάντλητοι | ανεξάντλητες | ανεξάντλητα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ανεξάντλητος < μεσαιωνική ελληνική ἀνεξάντλητος < αρχαία ελληνική ἐξαντλέω
Συγγενικά
- ανεξάντλητα
- → δείτε τις λέξεις εξαντλώ και αντλώ
Συνώνυμα
- αστείρευτος
- ατελείωτος
- άνορος
Μεταφράσεις
ανεξάντλητος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.