αζευγάρωτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αζευγάρωτος | η | αζευγάρωτη | το | αζευγάρωτο |
| γενική | του | αζευγάρωτου | της | αζευγάρωτης | του | αζευγάρωτου |
| αιτιατική | τον | αζευγάρωτο | την | αζευγάρωτη | το | αζευγάρωτο |
| κλητική | αζευγάρωτε | αζευγάρωτη | αζευγάρωτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αζευγάρωτοι | οι | αζευγάρωτες | τα | αζευγάρωτα |
| γενική | των | αζευγάρωτων | των | αζευγάρωτων | των | αζευγάρωτων |
| αιτιατική | τους | αζευγάρωτους | τις | αζευγάρωτες | τα | αζευγάρωτα |
| κλητική | αζευγάρωτοι | αζευγάρωτες | αζευγάρωτα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
αζευγάρωτος, -η, -ο
- (λαϊκότροπο) που δεν έχει (ή δεν μπορεί να) ζευγαρώσει
- ≈ συνώνυμα: άγαμος, άζευχτος
- ≠ αντώνυμα: ζευγαρωμένος
- που δεν (μπορεί να) αποτελεί ζευγάρι με κάποιο(ν) άλλο(ν)
- που δεν έχει (ή δεν μπορεί) να οργωθεί
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.