ασύμφορος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ασύμφορος | η | ασύμφορη | το | ασύμφορο |
| γενική | του | ασύμφορου | της | ασύμφορης | του | ασύμφορου |
| αιτιατική | τον | ασύμφορο | την | ασύμφορη | το | ασύμφορο |
| κλητική | ασύμφορε | ασύμφορη | ασύμφορο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ασύμφοροι | οι | ασύμφορες | τα | ασύμφορα |
| γενική | των | ασύμφορων | των | ασύμφορων | των | ασύμφορων |
| αιτιατική | τους | ασύμφορους | τις | ασύμφορες | τα | ασύμφορα |
| κλητική | ασύμφοροι | ασύμφορες | ασύμφορα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ασύμφορος < αρχαία ελληνική ἀσύμφορος και ἀξύμφορος < α- στερητικό και συμφέρω
Επίθετο
ασύμφορος, -η, -ο
- που δεν είναι συμφέρων, αντίκειται στα συμφέροντα κάποιου, δεν είναι προς το συμφέρον του, δεν του εξασφαλίζει κέρδος ή άλλα οφέλη, δεν τον ευνοεί στον οικονομικό ή άλλους τομείς διαπραγμάτευσης, είναι απρόσφορος, ανωφελής
Μεταφράσεις
ασύμφορος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.