ανωφελής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανωφελής η ανωφελής το ανωφελές
      γενική του ανωφελούς* της ανωφελούς του ανωφελούς
    αιτιατική τον ανωφελή την ανωφελή το ανωφελές
     κλητική ανωφελή(ς) ανωφελής ανωφελές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανωφελείς οι ανωφελείς τα ανωφελή
      γενική των ανωφελών των ανωφελών των ανωφελών
    αιτιατική τους ανωφελείς τις ανωφελείς τα ανωφελή
     κλητική ανωφελείς ανωφελείς ανωφελή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ανωφελής < αρχαία ελληνική ἀνωφελής ((έντομο): < νεολατινική anopheles < αρχαία ελληνική ἀνωφελής)

Προφορά

ΔΦΑ : /a.no.feˈlis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ανωφελής

Επίθετο

ανωφελής, -ής, -ές

Πολυλεκτικοί όροι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.