αστείος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αστείος | η | αστεία | το | αστείο |
| γενική | του | αστείου | της | αστείας | του | αστείου |
| αιτιατική | τον | αστείο | την | αστεία | το | αστείο |
| κλητική | αστείε | αστεία | αστείο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αστείοι | οι | αστείες | τα | αστεία |
| γενική | των | αστείων | των | αστείων | των | αστείων |
| αιτιατική | τους | αστείους | τις | αστείες | τα | αστεία |
| κλητική | αστείοι | αστείες | αστεία | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αστείος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀστεῖος (αναθρεμμένος στην πόλη) [1] < ἄστυ, ἀστε- + -ίος [2]
Προφορά
- ΔΦΑ : /aˈsti.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐στεί‐ος
Επίθετο
αστείος, -α, -ο
Συγγενικά
ετυμολογικό πεδίο
αστει-
αστει-
- αστεία (και επίρρημα)
- αστειάκι (υποκοριστικό)
- αστειεύομαι
- αστεΐζομαι
- αστείο
- αστειολόγημα
- αστειολογία
- αστειολόγος
- αστειολογώ
- αστειότητα
- αστεϊσμός
- μικροαστείο
- μισοαστεία (επίρρημα)
- μισοαστείος
- παλιοαστεία (ουδέτερο, πληθυντικός)
- χοντροαστείο
Αναφορές
- αστείος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.