αστειολόγημα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | αστειολόγημα | τα | αστειολογήματα |
| γενική | του | αστειολογήματος | των | αστειολογημάτων |
| αιτιατική | το | αστειολόγημα | τα | αστειολογήματα |
| κλητική | αστειολόγημα | αστειολογήματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αστειολόγημα < (λόγιο) αστειολογώ, θέμα αστειολογη- + -μα.[1] → δείτε τις λέξεις αστείος και λόγος
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.sti.oˈlo.ʝi.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐στει‐ο‐λό‐γη‐μα
Μεταφράσεις
αστειολόγημα
|
Αναφορές
- αστειολόγημα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.