ἀστεῖος

Αρχαία ελληνικά (grc)

γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ἀστεῖος ἀστεί
& ἀστεῖος
τὸ ἀστεῖον
      γενική τοῦ ἀστείου τῆς ἀστείᾱς
& ἀστείου
τοῦ ἀστείου
      δοτική τῷ ἀστεί τῇ ἀστεί
& ἀστεί
τῷ ἀστεί
    αιτιατική τὸν ἀστεῖον τὴν ἀστείᾱν
& ἀστεῖον
τὸ ἀστεῖον
     κλητική ! ἀστεῖε ἀστεί
& ἀστεῖε
ἀστεῖον
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ἀστεῖοι αἱ ἀστεῖαι
& ἀστεῖοι
τὰ ἀστεῖ
      γενική τῶν ἀστείων τῶν ἀστείων
& ἀστείων
τῶν ἀστείων
      δοτική τοῖς ἀστείοις ταῖς ἀστείαις
& ἀστείοις
τοῖς ἀστείοις
    αιτιατική τοὺς ἀστείους τὰς ἀστείᾱς
& ἀστείους
τὰ ἀστεῖ
     κλητική ! ἀστεῖοι ἀστεῖαι
& ἀστεῖοι
ἀστεῖ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἀστείω τὼ ἀστεί
& ἀστείω
τὼ ἀστείω
      γεν-δοτ τοῖν ἀστείοιν τοῖν ἀστείαιν
& ἀστείοιν
τοῖν ἀστείοιν
Ο τύπος του θηλυκού σε -ος, λιγότερο συνηθισμένος.
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'δίκαιος' όπως «γυναικεῖος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ἀστεῖος ήδη τον 5ο αιώνα < ἄστυ, ἀστε- + -ιος [1]

Επίθετο

ἀστεῖος, -α, -ον (& -ος, -ος, -ον)

  1. αναθρεμμένος στην πόλη, ευγενικός, με εκλεπτυσμένους τρόπους
     αντώνυμα: ἄγροικος
  2. ευφυής, πνευματώδης, έξυπνος
  3. όμορφος, χαριτωμένος
  4. καλός

Συγγενικά

  • (Χρειάζεται επεξεργασία)

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.