ἀστεῖος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | ἀστεῖος | ἡ | ἀστείᾱ & ἀστεῖος |
τὸ | ἀστεῖον |
| γενική | τοῦ | ἀστείου | τῆς | ἀστείᾱς & ἀστείου |
τοῦ | ἀστείου |
| δοτική | τῷ | ἀστείῳ | τῇ | ἀστείᾳ & ἀστείῳ |
τῷ | ἀστείῳ |
| αιτιατική | τὸν | ἀστεῖον | τὴν | ἀστείᾱν & ἀστεῖον |
τὸ | ἀστεῖον |
| κλητική ὦ! | ἀστεῖε | ἀστείᾱ & ἀστεῖε |
ἀστεῖον | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | ἀστεῖοι | αἱ | ἀστεῖαι & ἀστεῖοι |
τὰ | ἀστεῖᾰ |
| γενική | τῶν | ἀστείων | τῶν | ἀστείων & ἀστείων |
τῶν | ἀστείων |
| δοτική | τοῖς | ἀστείοις | ταῖς | ἀστείαις & ἀστείοις |
τοῖς | ἀστείοις |
| αιτιατική | τοὺς | ἀστείους | τὰς | ἀστείᾱς & ἀστείους |
τὰ | ἀστεῖᾰ |
| κλητική ὦ! | ἀστεῖοι | ἀστεῖαι & ἀστεῖοι |
ἀστεῖᾰ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀστείω | τὼ | ἀστείᾱ & ἀστείω |
τὼ | ἀστείω |
| γεν-δοτ | τοῖν | ἀστείοιν | τοῖν | ἀστείαιν & ἀστείοιν |
τοῖν | ἀστείοιν |
| Ο τύπος του θηλυκού σε -ος, λιγότερο συνηθισμένος. | ||||||
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'δίκαιος' όπως «γυναικεῖος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
ἀστεῖος, -α, -ον (& -ος, -ος, -ον)
- αναθρεμμένος στην πόλη, ευγενικός, με εκλεπτυσμένους τρόπους
- ευφυής, πνευματώδης, έξυπνος
- όμορφος, χαριτωμένος
- καλός
Συγγενικά
- (Χρειάζεται επεξεργασία)
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- ἀστεῖος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀστεῖος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.