συνασπίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

συνασπίζω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα

συνασπίζω

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

συνασπίζω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα

συνασπίζω

  1. πολεμάω μαζί με κάποιον υποστηρίζοντάς τον με την ασπίδα μου
  2. (μεταφορικά) υποστηρίζω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.