ασπιδοφόρος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ασπιδοφόρος | η | ασπιδοφόρα | το | ασπιδοφόρο |
| γενική | του | ασπιδοφόρου | της | ασπιδοφόρας | του | ασπιδοφόρου |
| αιτιατική | τον | ασπιδοφόρο | την | ασπιδοφόρα | το | ασπιδοφόρο |
| κλητική | ασπιδοφόρε | ασπιδοφόρα | ασπιδοφόρο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ασπιδοφόροι | οι | ασπιδοφόρες | τα | ασπιδοφόρα |
| γενική | των | ασπιδοφόρων | των | ασπιδοφόρων | των | ασπιδοφόρων |
| αιτιατική | τους | ασπιδοφόρους | τις | ασπιδοφόρες | τα | ασπιδοφόρα |
| κλητική | ασπιδοφόροι | ασπιδοφόρες | ασπιδοφόρα | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
ασπιδοφόρος
- πολεμιστής που φέρει ασπίδα
- οι οπλίτες ήταν ασπιδοφόροι πολεμιστές που κουβαλούσαν επίσης δόρατα για την αντιμετώπιση των εχθρών
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.