ωτοασπίδα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ωτοασπίδα οι ωτοασπίδες
      γενική της ωτοασπίδας των ωτοασπίδων
    αιτιατική την ωτοασπίδα τις ωτοασπίδες
     κλητική ωτοασπίδα ωτοασπίδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
ωτοασπίδες για θόρυβο

Ετυμολογία

ωτοασπίδα < ωτο- + ασπίδα[1] < αρχαία ελληνική οὖς + ἀσπίς

Προφορά

ΔΦΑ : /o.to.aˈspi.ða/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ωοτασπίδα

Ουσιαστικό

ωτοασπίδαθηλυκό

Μεταφράσεις

  1. ωτοασπίδα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. ωτοασπίδες - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.