προασπίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- προασπίζω < ελληνιστική κοινή προασπίζω < αρχαία ελληνική πρό + ἀσπίς
Ρήμα
προασπίζω, στ.μέλλ.: θα προασπίσω και προασπιστώ, αόρ.: προάσπισα και προασπίστηκα, παθ.φωνή: προασπίζομαι
- υπερασπίζομαι, αγωνίζομαι για να προστατεύσω κάτι (υλικό ή πνευματικό)
Συγγενικά
- απροάσπιστος
- προάσπιση
- προασπισμένος
- → δείτε τη λέξη ασπίδα
Σημειώσεις
Οι ενεργητικοί και οι παθητικοί τύποι του ρήματος έχουν την ίδια σημασία.
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | προασπίζω | προάσπιζα | θα προασπίζω | να προασπίζω | προασπίζοντας | |
| β' ενικ. | προασπίζεις | προάσπιζες | θα προασπίζεις | να προασπίζεις | προάσπιζε | |
| γ' ενικ. | προασπίζει | προάσπιζε | θα προασπίζει | να προασπίζει | ||
| α' πληθ. | προασπίζουμε | προασπίζαμε | θα προασπίζουμε | να προασπίζουμε | ||
| β' πληθ. | προασπίζετε | προασπίζατε | θα προασπίζετε | να προασπίζετε | προασπίζετε | |
| γ' πληθ. | προασπίζουν(ε) | προάσπιζαν προασπίζαν(ε) |
θα προασπίζουν(ε) | να προασπίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | προάσπισα | θα προασπίσω | να προασπίσω | προασπίσει | ||
| β' ενικ. | προάσπισες | θα προασπίσεις | να προασπίσεις | προάσπισε | ||
| γ' ενικ. | προάσπισε | θα προασπίσει | να προασπίσει | |||
| α' πληθ. | προασπίσαμε | θα προασπίσουμε | να προασπίσουμε | |||
| β' πληθ. | προασπίσατε | θα προασπίσετε | να προασπίσετε | προασπίστε | ||
| γ' πληθ. | προάσπισαν προασπίσαν(ε) |
θα προασπίσουν(ε) | να προασπίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω προασπίσει | είχα προασπίσει | θα έχω προασπίσει | να έχω προασπίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις προασπίσει | είχες προασπίσει | θα έχεις προασπίσει | να έχεις προασπίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει προασπίσει | είχε προασπίσει | θα έχει προασπίσει | να έχει προασπίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε προασπίσει | είχαμε προασπίσει | θα έχουμε προασπίσει | να έχουμε προασπίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε προασπίσει | είχατε προασπίσει | θα έχετε προασπίσει | να έχετε προασπίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν προασπίσει | είχαν προασπίσει | θα έχουν προασπίσει | να έχουν προασπίσει |
| |
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ρήμα
προασπίζω
- προφυλάσσω κάποιον κρατώντας την ασπίδα μπροστά του
- προτάσσω κάτι σαν ασπίδα
- (στην παθητική φωνή) καλύπτομαι με ασπίδα, προστατεύομαι
Συγγενικά
- προασπιστήρ
- προασπιστής
- → και δείτε τις λέξεις ἀσπίζω και ἀσπίς
Πηγές
- προασπίζω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.