υπασπιστής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | υπασπιστής | οι | υπασπιστές |
| γενική | του | υπασπιστή | των | υπασπιστών |
| αιτιατική | τον | υπασπιστή | τους | υπασπιστές |
| κλητική | υπασπιστή | υπασπιστές | ||
| Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- υπασπιστής < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὑπασπιστής, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική écuyer[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /i.pa.spiˈstis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐πα‐σπι‐στής
Ουσιαστικό
υπασπιστής αρσενικό (θηλυκό υπασπίστρια)
- αξιωματικός στην άμεση υπηρεσία ανώτατου στρατιωτικού ή πολιτικού αξιωματούχου
- ο προϊστάμενος του γραφείου του διοικητή λόχου ή τάγματος
Μεταφράσεις
υπασπιστής
Αναφορές
- υπασπιστής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.