υπασπιστής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο υπασπιστής οι υπασπιστές
      γενική του υπασπιστή των υπασπιστών
    αιτιατική τον υπασπιστή τους υπασπιστές
     κλητική υπασπιστή υπασπιστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

υπασπιστής < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὑπασπιστής, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική écuyer[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /i.pa.spiˈstis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υπασπιστής

Ουσιαστικό

υπασπιστής αρσενικό (θηλυκό υπασπίστρια)

  1. αξιωματικός στην άμεση υπηρεσία ανώτατου στρατιωτικού ή πολιτικού αξιωματούχου
  2. ο προϊστάμενος του γραφείου του διοικητή λόχου ή τάγματος

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.