αρχέτυπος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αρχέτυπος | η | αρχέτυπη | το | αρχέτυπο |
| γενική | του | αρχέτυπου | της | αρχέτυπης | του | αρχέτυπου |
| αιτιατική | τον | αρχέτυπο | την | αρχέτυπη | το | αρχέτυπο |
| κλητική | αρχέτυπε | αρχέτυπη | αρχέτυπο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αρχέτυποι | οι | αρχέτυπες | τα | αρχέτυπα |
| γενική | των | αρχέτυπων | των | αρχέτυπων | των | αρχέτυπων |
| αιτιατική | τους | αρχέτυπους | τις | αρχέτυπες | τα | αρχέτυπα |
| κλητική | αρχέτυποι | αρχέτυπες | αρχέτυπα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αρχέτυπος < (ελληνιστική κοινή) ἀρχέτυπος < αρχαία ελληνική ἀρχή + τύπος (< τύπτω)
Επίθετο
αρχέτυπος, -η, -ο
- πρωτότυπος
- που είχε διαμορφωθεί εξαρχής και μπορεί να αποτελέσει πρότυπο
- αρχέγονος
- αρχετυπικός
- (τυπογραφία) που έχει τυπωθεί από τις αρχές της τυπογραφίας ως το 1500 περίπου
- (ουσιαστικοποιημένο) αρχέτυπο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.