αρχέτυπος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αρχέτυπος η αρχέτυπη το αρχέτυπο
      γενική του αρχέτυπου της αρχέτυπης του αρχέτυπου
    αιτιατική τον αρχέτυπο την αρχέτυπη το αρχέτυπο
     κλητική αρχέτυπε αρχέτυπη αρχέτυπο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αρχέτυποι οι αρχέτυπες τα αρχέτυπα
      γενική των αρχέτυπων των αρχέτυπων των αρχέτυπων
    αιτιατική τους αρχέτυπους τις αρχέτυπες τα αρχέτυπα
     κλητική αρχέτυποι αρχέτυπες αρχέτυπα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αρχέτυπος < (ελληνιστική κοινή) ἀρχέτυπος < αρχαία ελληνική ἀρχή + τύπος (< τύπτω)

Επίθετο

αρχέτυπος, -η, -ο

  1. πρωτότυπος
  2. που είχε διαμορφωθεί εξαρχής και μπορεί να αποτελέσει πρότυπο
     συνώνυμα: πρότυπος
  3. αρχέγονος
  4. αρχετυπικός
  5. (τυπογραφία) που έχει τυπωθεί από τις αρχές της τυπογραφίας ως το 1500 περίπου
  6. (ουσιαστικοποιημένο) αρχέτυπο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.