αρχέγονος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αρχέγονος | η | αρχέγονη | το | αρχέγονο |
| γενική | του | αρχέγονου | της | αρχέγονης | του | αρχέγονου |
| αιτιατική | τον | αρχέγονο | την | αρχέγονη | το | αρχέγονο |
| κλητική | αρχέγονε | αρχέγονη | αρχέγονο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αρχέγονοι | οι | αρχέγονες | τα | αρχέγονα |
| γενική | των | αρχέγονων | των | αρχέγονων | των | αρχέγονων |
| αιτιατική | τους | αρχέγονους | τις | αρχέγονες | τα | αρχέγονα |
| κλητική | αρχέγονοι | αρχέγονες | αρχέγονα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αρχέγονος < (ελληνιστική κοινή) ἀρχέγονος < ἀρχή + -γονος (< γίγνομαι)
Επίθετο
αρχέγονος, -η, -ο
- που δημιουργήθηκε πάρα πολύ παλιά, πανάρχαιος
- Οι ρίζες της βεντέτας βρίσκονται στην αρχέγονη εποχή και τις πρωτόγονες κοινότητες (εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 21 Οκτ. 2009)
- που βρίσκεται στην πρώτη φάση της εξέλιξής του
- ο αρχέγονος χριστιανισμός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.