πρότυπος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πρότυπος | η | πρότυπη | το | πρότυπο |
| γενική | του | πρότυπου | της | πρότυπης | του | πρότυπου |
| αιτιατική | τον | πρότυπο | την | πρότυπη | το | πρότυπο |
| κλητική | πρότυπε | πρότυπη | πρότυπο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πρότυποι | οι | πρότυπες | τα | πρότυπα |
| γενική | των | πρότυπων | των | πρότυπων | των | πρότυπων |
| αιτιατική | τους | πρότυπους | τις | πρότυπες | τα | πρότυπα |
| κλητική | πρότυποι | πρότυπες | πρότυπα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Συγγενικά
Μεταφράσεις
πρότυπος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.