τυπογραφία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | τυπογραφία | οι | τυπογραφίες |
| γενική | της | τυπογραφίας | των | τυπογραφιών |
| αιτιατική | την | τυπογραφία | τις | τυπογραφίες |
| κλητική | τυπογραφία | τυπογραφίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
τυπογραφία θηλυκό
- η τέχνη και το σύνολο των τεχνικών που χρησιμοποιούνται για τη δημιουργία πρωτοτύπων και την αναπαραγωγή πολλαπλών αντιγράφων κειμένου ή εικόνας με τη χρησιμοποίηση πιεστηρίου και μελανιού
Συγγενικά
Σημειώσεις
- αν και η έννοια, σήμερα, είναι συνυφασμένη με τη λιθογραφική εκτύπωση, στα άτομα που ασχολούνται με το αντικείμενο εξακολουθεί να διαφοροποιείται από αυτήν και να θεωρείται ως τυπογραφία μόνο η εκτύπωση με τη χρήση μεταλλικών τυπογραφικών στοιχείων ή και αράδων λινοτυπίας
Μεταφράσεις
τυπογραφία
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.