αρχετυπικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αρχετυπικός η αρχετυπική το αρχετυπικό
      γενική του αρχετυπικού της αρχετυπικής του αρχετυπικού
    αιτιατική τον αρχετυπικό την αρχετυπική το αρχετυπικό
     κλητική αρχετυπικέ αρχετυπική αρχετυπικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αρχετυπικοί οι αρχετυπικές τα αρχετυπικά
      γενική των αρχετυπικών των αρχετυπικών των αρχετυπικών
    αιτιατική τους αρχετυπικούς τις αρχετυπικές τα αρχετυπικά
     κλητική αρχετυπικοί αρχετυπικές αρχετυπικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αρχετυπικός < (ελληνιστική κοινή) *ἀρχετυπικός (βλ. ἀρχετυπικῶς)

Επίθετο

αρχετυπικός, -ή, -ό

  • (λόγιο) που έχει σχέση με αρχέτυπο, αναφέρεται σ’ αυτό ή έχει τις ιδιότητές του

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.