αρτίστικος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αρτίστικος | η | αρτίστικη | το | αρτίστικο |
| γενική | του | αρτίστικου | της | αρτίστικης | του | αρτίστικου |
| αιτιατική | τον | αρτίστικο | την | αρτίστικη | το | αρτίστικο |
| κλητική | αρτίστικε | αρτίστικη | αρτίστικο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αρτίστικοι | οι | αρτίστικες | τα | αρτίστικα |
| γενική | των | αρτίστικων | των | αρτίστικων | των | αρτίστικων |
| αιτιατική | τους | αρτίστικους | τις | αρτίστικες | τα | αρτίστικα |
| κλητική | αρτίστικοι | αρτίστικες | αρτίστικα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αρτίστικος < αρτίστ(ας) + -ικος, (λόγιο δάνειο) γαλλική artistique [1] με παραγωγικό επίθημα -ίστικος (αντί -ιστικός). Συγκρίνετε με το αρτιστίκ.
Προφορά
- ΔΦΑ : /aɾˈti.sti.kos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αρ‐τί‐στι‐κος
Επίθετο
αρτίστικος, -η, -ο
- συνώνυμο του καλλιτεχνικός [2]
- ※ Αν η ταινία του Spike Lee έχει τη στάμπα του επείγοντος, η ταινία του Stéphane Brizé έχει την αίσθηση του κατεπείγοντος! Γιατί καλοί οι έρωτες και οι βιογραφίες, ορθόδοξες και ανορθόδοξες, καλοδεχούμενες οι αρτίστικες ασκήσεις ύφους και οι καταθέσεις πάνω στη βία και την εκδίκηση, θεμιτά τα blockbuster και τα θρίλερ ανατροπών, αλλά σήμερα, περισσότερο από ποτέ, χρειαζόμαστε ένα σινεμά καίρια πολιτικό.
- Θόδωρος Γιαχουστίδης, «Κάννες 2018: “En guerre” (At War), του Στεφάν Μπριζέ!» CineDogs.gr (17 Μαΐου 2018)· πρόσβαση: 2023-07-26.
- ※ Αν η ταινία του Spike Lee έχει τη στάμπα του επείγοντος, η ταινία του Stéphane Brizé έχει την αίσθηση του κατεπείγοντος! Γιατί καλοί οι έρωτες και οι βιογραφίες, ορθόδοξες και ανορθόδοξες, καλοδεχούμενες οι αρτίστικες ασκήσεις ύφους και οι καταθέσεις πάνω στη βία και την εκδίκηση, θεμιτά τα blockbuster και τα θρίλερ ανατροπών, αλλά σήμερα, περισσότερο από ποτέ, χρειαζόμαστε ένα σινεμά καίρια πολιτικό.
- (μεταφορικά) φινετσάτος, κομψός
- ※ Τα ωραία μακριά αρτίστικα δάχτυλά του δεν μπορούν να βρίσκουν τώρα με ασφάλεια τα πλήκτρα του πιάνου
- Ν.Γ. Πεντζίκης, Ο πεθαμένος και η Ανάσταση [¹1944, ³1982] (Αθήνα: Άγρα, 1987), σ. 30.
- ※ Τα ωραία μακριά αρτίστικα δάχτυλά του δεν μπορούν να βρίσκουν τώρα με ασφάλεια τα πλήκτρα του πιάνου
- που έχει ή μιμείται χαρακτηριστικά των τεχνών ή των καλλιτεχνών [3]
- αρτιστίκ (άκλιτο) [1]
Μεταφράσεις
αρτίστικος
|
|
Αναφορές
- αρτίστικος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- αρτίστικος - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.