θρίλερ
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈθɾi.leɾ/
Ουσιαστικό
θρίλερ ουδέτερο άκλιτο
- δραματικό λογοτεχνικό ή κινηματογραφικό έργο με έντονο το στοιχείο της αγωνίας
- (μεταφορικά) καθετί που έχει αμφίρροπη εξέλιξη και η κατάληξή του κρίνεται μέχρι την τελευταία στιγμή, προκαλώντας αισθήματα αγωνίας σε όσους το παρακολουθούν
- ψηφοφορία θρίλερ χθες το βράδυ στη Βουλή
Σημειώσεις
στην Ελλάδα το thriller το λέμε σασπένς στόρι και το horror ταινία τρόμου ή θρίλερ
όμως αυτό δεν είναι απόλυτο (δεν μεταφράζει ο μέσος Έλληνας πάντα ορθά τους ξένους όρους, ο Michael Jackson δικαιώνει τους Έλληνες στην συγκεκριμένη περίπτωση διότι κάποιοι αγγλόφωνοι όταν λένε thriller εννοούν horror, όμως στον δημώδη μη λόγιο λόγο)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.