αρτίστας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αρτίστας οι αρτίστες
      γενική του αρτίστα
    αιτιατική τον αρτίστα τους αρτίστες
     κλητική αρτίστα αρτίστες
Κατηγορία όπως «γαλαξίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αρτίστας < θηλυκό αρτίστα + [1] < (άμεσο δάνειο) ιταλική artista (καλλιτέχνης)

Ουσιαστικό

αρτίστας αρσενικό (θηλυκό αρτίστα)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.