αρτίστας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | αρτίστας | οι | αρτίστες |
| γενική | του | αρτίστα | — | |
| αιτιατική | τον | αρτίστα | τους | αρτίστες |
| κλητική | αρτίστα | αρτίστες | ||
| Κατηγορία όπως «γαλαξίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αρτίστας < θηλυκό αρτίστα + -ς[1] < (άμεσο δάνειο) ιταλική artista (καλλιτέχνης)
Ουσιαστικό
αρτίστας αρσενικό (θηλυκό αρτίστα)
- καλλιτέχνης, συνήθως του ελαφρού ή του μουσικού θεάτρου
Συγγενικά
Αναφορές
- αρτίστας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.