φινετσάτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | φινετσάτος | η | φινετσάτη | το | φινετσάτο |
| γενική | του | φινετσάτου | της | φινετσάτης | του | φινετσάτου |
| αιτιατική | τον | φινετσάτο | τη | φινετσάτη | το | φινετσάτο |
| κλητική | φινετσάτε | φινετσάτη | φινετσάτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | φινετσάτοι | οι | φινετσάτες | τα | φινετσάτα |
| γενική | των | φινετσάτων | των | φινετσάτων | των | φινετσάτων |
| αιτιατική | τους | φινετσάτους | τις | φινετσάτες | τα | φινετσάτα |
| κλητική | φινετσάτοι | φινετσάτες | φινετσάτα | |||
| Κατηγορία όπως «ξένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- φινετσάτος < φινέτσα
Επίθετο
φινετσάτος
- ο κομψός, για άνθρωπο που έχει κομψό ντύσιμο αλλά και λεπτούς τρόπους, χαριτωμένος αλλά όχι λεπτεπίλεπτος, που διαχειρίζεται αποτελεσματικά αλλά επιδέξια και με λεπτότητα τις καταστάσεις
- για ντύσιμο που διακρίνεται από κομψότητα και λεπτό γούστο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.