Άραβας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Άραβας οι Άραβες
      γενική του Άραβα των Αράβων
    αιτιατική τον Άραβα τους Άραβες
     κλητική Άραβα Άραβες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Άραβας < ελληνιστική κοινή Ἄραψ < αραβική عرب (ʿarab) < ρίζα ع ر ب (ʿ-r-b)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈa.ɾa.vas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Άραβας

Κύριο όνομα

Άραβας αρσενικό (θηλυκό Αραβίδα ή Αράβισσα) (εθνικό όνομα)

  1. αυτός που ανήκει στην φυλή των Αράβων
  2. αυτός που κατάγεται από μία αραβική χώρα
  3. αυτός που γεννήθηκε ή ζει στην Αραβία

Συγγενικά

Σύνθετα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.