nuance

Αγγλικά (en)

Ετυμολογία

nuance < γαλλική nuance (σκιά, μικρολεπτομέρεια) < nuer (σκιάζω) + -ance < nue < λατινική nubes (σύννεφο) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *nébʰos

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈnjuː.ɑːns/

Ουσιαστικό

nuance (en)

  1. η μικρή διαφορά, η παραλλαγή στη χροιά ή στην απόχρωση
  2. η λεπτή διάκριση



Γαλλικά (fr)

Προφορά

 

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
nuance nuances

nuance (fr) θηλυκό

  1. παραλλαγή σε απόχρωση, λεπτή διαφορά σε χρωματισμό
  2. (μεταφορικά) ανεπαίσθητη διαφορά μεταξύ πραγμάτων του ίδιου είδους
  3. (μουσική) οι χρωματισμοί και τα σύμβολά τους
     δείτε  nuance (musique) στη γαλλική Βικιπαίδεια 
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.