nuance
Γαλλικά (fr)
Προφορά
- ⓘ
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| nuance | nuances |
nuance (fr) θηλυκό
- παραλλαγή σε απόχρωση, λεπτή διαφορά σε χρωματισμό
- (μεταφορικά) ανεπαίσθητη διαφορά μεταξύ πραγμάτων του ίδιου είδους
- (μουσική) οι χρωματισμοί και τα σύμβολά τους
- → δείτε nuance (musique) στη γαλλική Βικιπαίδεια

- → δείτε nuance (musique) στη γαλλική Βικιπαίδεια
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.