χρῴζω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

χρῴζω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *gʰrēw- ‎(αλέθω, τρίβω) *gʰer- (τρίβω)

Ρήμα

χρῴζω

  1. αγγίζω, ψαύω (κάποια επιφάνεια)
  2. (κατ’ επέκταση) χρωματίζω
  3. (μεταφορικά) μιαίνω, κηλιδώνω

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.