πρόσκομμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | πρόσκομμα | τα | προσκόμματα |
| γενική | του | προσκόμματος | των | προσκομμάτων |
| αιτιατική | το | πρόσκομμα | τα | προσκόμματα |
| κλητική | πρόσκομμα | προσκόμματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πρόσκομμα < (ελληνιστική κοινή) πρόσκομμα < αρχαία ελληνική προσκόπτω
Ουσιαστικό
πρόσκομμα ουδέτερο
Συγγενικά
Μεταφράσεις
πρόσκομμα
Πηγές
- πρόσκομμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.