ανενόχλητος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ανενόχλητος | η | ανενόχλητη | το | ανενόχλητο |
| γενική | του | ανενόχλητου | της | ανενόχλητης | του | ανενόχλητου |
| αιτιατική | τον | ανενόχλητο | την | ανενόχλητη | το | ανενόχλητο |
| κλητική | ανενόχλητε | ανενόχλητη | ανενόχλητο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ανενόχλητοι | οι | ανενόχλητες | τα | ανενόχλητα |
| γενική | των | ανενόχλητων | των | ανενόχλητων | των | ανενόχλητων |
| αιτιατική | τους | ανενόχλητους | τις | ανενόχλητες | τα | ανενόχλητα |
| κλητική | ανενόχλητοι | ανενόχλητες | ανενόχλητα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
ανενόχλητος
- που δεν τον ενοχλεί κανείς ενώ θα έπρεπε ή και που σωστά τον αφήνουν στη ησυχία του
- θέλω να συγκεντρωθώ ανενόχλητος στο διάβασμά μου
- οι δράστες έδρασαν ανενόχλητοι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.