αποφώλι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αποφώλι τα αποφώλια
      γενική του αποφωλιού των αποφωλιών
    αιτιατική το αποφώλι τα αποφώλια
     κλητική αποφώλι αποφώλια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Το αποφώλι σημαδεύονταν στη μη ορατή πλευρά, όπως με μελάνη, για να ξεχωρίζει απ' τα άλλα αβγά.

Ετυμολογία

αποφώλι < απο- + φώλι < φωλι(ά) + . Διαφορετικό το αρχαίο ἀποφώλιος (μάταιος, άχρηστος & άγονος, άκαρπος).

Προφορά

ΔΦΑ : /a.poˈfo.li/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αποφώλι

Ουσιαστικό

αποφώλι ουδέτερο

  • (δημοτική) ένα αβγό (γνήσιο ή ψεύτικο, όπως λίθινο ομοίωμά του) που τοποθετούνταν στη φωλιά για να προσελκύσει τις κότες να κάνουν τα αβγά τους εκεί, για ελεγχόμενη και τακτική ωοτοκία


Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.