φώλος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | φώλος | οι | φώλοι |
| γενική | του | φώλου | των | φώλων |
| αιτιατική | τον | φώλο | τους | φώλους |
| κλητική | φώλε | φώλοι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈfo.los/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φώ‐λος
Ουσιαστικό
φώλος αρσενικό
- άλλη μορφή του φώλι → δείτε αποφώλι
- ※ Άνισα τα διηγήματα, με πλέον ερεθιστικά όσα αφηγούνται τη μυστική ζωή των φυτών, όπως το εναρκτήριο της συλλογής, «H μυστική ρίζα», που γράφτηκε σε μια πρώτη μορφή το 1996 και δεν αποκλείεται να λειτούργησε ως φώλος κατά το συγγραφικό κλώσημα. (@tovima.gr)
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη φωλιά
Μεταφράσεις
φώλος
|
Πηγές
- «φώλι» (& φώλος) - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.