φωλίτης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | φωλίτης | οι | φωλίτες |
| γενική | του | φωλίτη | των | φωλιτών |
| αιτιατική | τον | φωλίτη | τους | φωλίτες |
| κλητική | φωλίτη | φωλίτες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
φωλίτης αρσενικό
- (παρωχημένο) αυγό που βάζει κανείς στη φωλιά της κότας, για να γεννήσει και άλλα αυγά στο ίδιο μέρος
- ※ Φώλον έβαλες, αυγά θα μάσης. Φώλος ό, ή φώλι, τό, ή φωλίτης, ό ή πρόσφωλο, ή πρόσαυγο, το εις την φωλεάν τών ορνίθων τιθέμενον ωόν (Νικόλαος Πολίτης, Παροιμίαι - Τόμος Β΄, 1900, σελ. 618 )
- ※ φῶλος ἢ φωλίτης, ὁ Δ . αὖγὸ στὴ φωλιὰ τῆς κόττας γιὰ νὰ τὴν προσελκύσῃ νὰ γεννήσῃ ἐκεῖ (Σύγχρονον ορθογραφικόν-ερμηνευτικόν λεξικόν της Ελληνικής γλώσσης: (καθαρευούσης-δημοτικής), Διαγόρας Εκδοτ. Οργανισμός, 1961
Μεταφράσεις
φωλίτης
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.