αποφώλιο

Νέα ελληνικά (el)

Προφορά 1

λείπει η κλίση

ΔΦΑ : /a.poˈfo.ʎo/ με συνίζηση
τυπογραφικός συλλαβισμός: αποφώλιο

Ουσιαστικό

αποφώλιο ουδέτερο

Προφορά 2

ΔΦΑ : /a.poˈfo.li.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αποφώλιο

Κλιτικός τύπος επιθέτου

αποφώλιο

  1. αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του αποφώλιος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του αποφώλιος

Πηγές

  • ἀποφώλι -  Ἱστορικὸν Λεξικὸν τῆς Νέας Ἑλληνικῆς, τῆς τε κοινῶς ὁμιλουμένης καὶ τῶν ἰδιωμάτων (ΙΛΝΕ) της Ακαδημίας Αθηνών, online έως το λήμμα «δαχτυλωτός» (αναζήτηση, βραχυγραφίες). Έντυπη έκδοση: επτά τόμοι (19332022) ως το λήμμα «δόγης»
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.