ἀποφώλιος
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού. |
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | ἀποφώλιος | τὸ | ἀποφώλιον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | ἀποφωλίου | τοῦ | ἀποφωλίου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | ἀποφωλίῳ | τῷ | ἀποφωλίῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | ἀποφώλιον | τὸ | ἀποφώλιον | ||
| κλητική ὦ! | ἀποφώλιε | ἀποφώλιον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | ἀποφώλιοι | τὰ | ἀποφώλιᾰ | ||
| γενική | τῶν | ἀποφωλίων | τῶν | ἀποφωλίων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | ἀποφωλίοις | τοῖς | ἀποφωλίοις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | ἀποφωλίους | τὰ | ἀποφώλιᾰ | ||
| κλητική ὦ! | ἀποφώλιοι | ἀποφώλιᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀποφωλίω | τὼ | ἀποφωλίω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἀποφωλίοιν | τοῖν | ἀποφωλίοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
Επίθετο
ἀποφώλιος, -ος, -ον
- ἀπόφωλος (ελληνιστική κοινή)
- καθαρεύουσα & νέα ελληνικά: αποφώλιο τέρας
- και στην καθαρεύουσα ἀποφώλιος: ξένος, αλλόφυλος (από την αρχαία σημασία: ανώφελος, άχρηστος)
- ※ 1873 Παναγιώτης Παπαναούμ, Η αυτοβιογραφία μου (1873), κεφάλαιο: Οδοιπορικόν Καστοριά-Λειψία & σημείωση για τη λέξη
- Ἐγὼ δὲ ἐνδεδυμένος τὸν ἱματισμὸν τῆς πατρίδος μου μέγαν ὡφλίσκανον, γέλωτα δι΄ αὐτούς, τοὺς κατὰ πρώτην φορὰν εἰς τὴν ζωήν των τὰ ἀποφώλια ἰδόντας
- ※ 1873 Παναγιώτης Παπαναούμ, Η αυτοβιογραφία μου (1873), κεφάλαιο: Οδοιπορικόν Καστοριά-Λειψία & σημείωση για τη λέξη
Αναφορές
- «αποφώλιον τέρας» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Πηγές
- ἀποφώλιος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀποφώλιος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.