scrappy

Αγγλικά (en)

Επίθετο

scrappy (en)

  1. ακατάστατος
    • χύμας, οτινάνες
  2. (λαϊκότροπο) αποφασισμένος, πεισματάρης, επίμονος, εριστικός
    • επινοητικός κυρίως διότι προσπαθεί μέχρι να επιτύχει

Σημειώσεις

η σημασία προσδιορίζεται από το συγκείμενο

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.