scrappy

Αγγλικά (en)

Επίθετο
scrappy (en)
- ακατάστατος
- χύμας, οτινάνες
- (λαϊκότροπο) αποφασισμένος, πεισματάρης, επίμονος, εριστικός
- επινοητικός κυρίως διότι προσπαθεί μέχρι να επιτύχει

Σημειώσεις
η σημασία προσδιορίζεται από το συγκείμενο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.